Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Θεέ μου, τι δροσιά που είναι αυτή;

Η πόλη αναδεύεται κάπως και βλέπει, επιτέλους, τους κόμβους του ιδρώτα της ν' αρχίζουν να λιγοστεύουν.

Το τρέμουλο κυριεύει τα πέρατα της οικουμένης της.

Τι σκατά; Δεν καίγεται; Δεν πολιορκείται;

Αμελητέα ποσότητα έτσι;

Σέρνεται γονυπετής, καταματωμένη μα αποφασισμένη για την εκδίκηση.

Το ξέρει: Όλοι εξαρτιούνται από από αυτή. Μα το τώρα την πεθαίνει.

Θέλει να καεί. Θέλει να της τρέχουν τα σάλια όταν θα ουρλιάξει μισοζαλισμένη από τα γλέντια στο κορμί της.

Θέλει οι ρόγες της να πονάνε από ηδονή.

Κανείς δεν τολμάει; Μα επιτέλους, κανείς! (?)

Παρακαλάει να την πάρουν από εκεί. Μα κανείς δε τη παίρνει.

Δεν θέλει να ρίξει κάτι επάνω της, θέλει να τυλίξει κάτι γύρω της.

1 σχόλιο:

Mafalda είπε...

polu dunates eikones.
Kalws se brhka.
Kalhspera