Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Θεέ μου, τι δροσιά που είναι αυτή;

Η πόλη αναδεύεται κάπως και βλέπει, επιτέλους, τους κόμβους του ιδρώτα της ν' αρχίζουν να λιγοστεύουν.

Το τρέμουλο κυριεύει τα πέρατα της οικουμένης της.

Τι σκατά; Δεν καίγεται; Δεν πολιορκείται;

Αμελητέα ποσότητα έτσι;

Σέρνεται γονυπετής, καταματωμένη μα αποφασισμένη για την εκδίκηση.

Το ξέρει: Όλοι εξαρτιούνται από από αυτή. Μα το τώρα την πεθαίνει.

Θέλει να καεί. Θέλει να της τρέχουν τα σάλια όταν θα ουρλιάξει μισοζαλισμένη από τα γλέντια στο κορμί της.

Θέλει οι ρόγες της να πονάνε από ηδονή.

Κανείς δεν τολμάει; Μα επιτέλους, κανείς! (?)

Παρακαλάει να την πάρουν από εκεί. Μα κανείς δε τη παίρνει.

Δεν θέλει να ρίξει κάτι επάνω της, θέλει να τυλίξει κάτι γύρω της.

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

Η ζέστη επανήλθε με μία μελαγχολία να την παίρνει στο κατόπι της.
Η πόλη, επιτέλους, έχει ανοίξει διάπλατα τα πόδια της, έχει σηκώσει τη φούστα της και απελευθερώνει όλους τους δέσμιούς της.
Δεν υπάρχει λυτρωμός. Αυτή τους διώχνει και αυτή κολλάνε πιο πολύ.
Όλοι αυτοί οι ανώμαλοι τύποι που δεν συμβιβάζονται με τη λογική,
την παρακαλάνε, πέφτουν στα πόδια της, της γλύφουν τα χέρια για να τη
δροσίσουν με αντάλλαγμα μερικές δόσεις ελέους, μα εκείνη ηδονίζεται
ακόμη πιο πολύ.
Αυτό που κρύβει ανάμεσα στα σκέλια της μουσκεύει όλο και πιο πολύ και το
γλύψιμο μετατρέπεται σε καψίλα.
Έρμαιο των ορέξεών της, προσπαθούν να καλυφθούν.
Να γλυτώσουν. Να απαλλαχθούν.
Όταν επιστρέψουν οι υπόλοιποι θα φέρουν κι άλλους μαζί τους.
Όλοι επίδοξοι εραστές της.
Νέο αίμα. Φρέσκο αίμα. Ηλιοκαμένη αρμυρή σάρκα.

Αυτή να υγραίνεται... Αυτοί να γλύφουν.. Να φέρνουν κι άλλους...